- κατάφωνο
- το1. γεν. το μέσο που επιτρέπει την αντήχηση τής φωνής προς τα κάτω2. (ειδ.) ειδική διάταξη σε οικοδομή, είδος ηχείου, που έχει εισαχθεί και στους ναούς τής Δυτικής Ευρώπης από τον 14ο αιώνα και τοποθετείται πάνω από τον άμβωνα ή και στα παράθυρα τών κωδωνοστασίων, για να ανακλά τη φωνή και τους ήχους προς τα κάτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -φωνο (< φωνή), πρβλ. από-φωνο, μεγά-φωνο].
Dictionary of Greek. 2013.